αερόφοιτος

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495

Greek Monolingual

ἀερόφοιτος, -ον (Α)
αυτός που προχωρεί διά μέσου του αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀὴρ + φοιτῶ].