αερόχρωμος
From LSJ
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
Greek Monolingual
και αεροχρώματος, -η, -ο
αυτός που έχει το χρώμα του αέρα, του ουρανού, γλαυκός, γαλάζιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + χρώμα
η λ. αεροχρώματος πλάστηκε από τον Ιάκωβο Πολυλά για να αποδώσει το ομηρικό ἠεροειδής.