αθέματος

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source

Greek Monolingual

-η, -ο θέμα Γλωσσ.
χαρακτηρισμός ορισμένης κατηγορίας κλίσεως τών ονομάτων και τών ρημάτων τών ινδοευρωπαϊκών κυρίως γλωσσών. Ως αθέματα χαρακτηρίστηκαν εκείνα, τών οποίων ο σχηματισμός επιτυγχάνεται με απευθείας σύναψη θέματος και κατάληξης χωρίς τη μεσολάβηση θεματικού φωνήεντος: ποδ-ός, μην-ών, πατρ-ί, -ίστη-μι, δίδω-σι, τίθεμεν.