δίδω

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

Spanish (DGE)

v. δίδωμι.

Greek Monolingual

και δίδωμι
βλ. δίνω.

Russian (Dvoretsky)

δίδω: v. l. = δίδου 2.