Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
v. δίδωμι.
και δίδωμιβλ. δίνω.
δίδω: v. l. = δίδου 2.