αθαμβής

From LSJ

θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Source

Greek Monolingual

ἀθαμβής, -ές (Α) θάμβος
αυτός που δεν θαμπώνεται από κάτι, ατάραχος, ακλόνητος.