αθαμβής Search Google

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315

Greek Monolingual

ἀθαμβής, -ές (Α) θάμβος
αυτός που δεν θαμπώνεται από κάτι, ατάραχος, ακλόνητος.