αθαμβής

From LSJ

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403

Greek Monolingual

ἀθαμβής, -ές (Α) θάμβος
αυτός που δεν θαμπώνεται από κάτι, ατάραχος, ακλόνητος.