αθελξίνοος
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
Greek Monolingual
ἀθελξίνοος, -οον (Α) θελξίνοος
αυτός που δεν θέλγει, δεν μαγεύει, δεν ξεγελά το μυαλό
«ἀθελξίνοοι Μοῦσαι».