αθεμελίωτος

From LSJ

δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely

Source

Greek Monolingual

και ἀθεμέλιωτος, -η, -ο (Α ἀθεμελίωτος, -ον) θεμελιώνω
ο μη θεμελιωμένος, ο χωρίς θεμέλια
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει γερά θεμελιωθεί, αναπόδειχτος, αστήριχτος, αβάσιμος
2. που δεν έχει οικονομική υποδομή, δεν έχει πόρους.