αθεμελίωτος
From LSJ
τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
Greek Monolingual
και ἀθεμέλιωτος, -η, -ο (Α ἀθεμελίωτος, -ον) θεμελιώνω
ο μη θεμελιωμένος, ο χωρίς θεμέλια
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει γερά θεμελιωθεί, αναπόδειχτος, αστήριχτος, αβάσιμος
2. που δεν έχει οικονομική υποδομή, δεν έχει πόρους.