αιγωλιός

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246

Greek Monolingual

αἰγωλιός και αἰγώλιος, ο (Α)
είδος μικρής κουκουβάγιας, πιθανώς το είδος Strix flammea.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αγνωστης ετυμολ.].