αιγωλιός

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source

Greek Monolingual

αἰγωλιός και αἰγώλιος, ο (Α)
είδος μικρής κουκουβάγιας, πιθανώς το είδος Strix flammea.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αγνωστης ετυμολ.].