αιγόμαλλο

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source

Greek Monolingual

το
μαλλί κατσίκας, γιδόμαλλο.