δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
αἰγῶνιξ και αἰγόνυξ (-υχος), ο, η (Α)αυτός που έχει νύχια κατσίκας.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴξ –αἰγὸς + ὄνυξ.