αιετόεις

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

αἰετόεις, -εσσα, -εν (Α) αἰετός
αυτός που ανήκει στο γένος του αετού.