πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
αἱματουργός, -όν (Μ)αυτός που προκαλεί αιματοχυσία, ο φονικός.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα, -ατος + -ουργός < ἔργον.