αιματουργός

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

αἱματουργός, -όν (Μ)
αυτός που προκαλεί αιματοχυσία, ο φονικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα, -ατος + -ουργός < ἔργον.