αιμορραγικός

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αἱμορραγικός, -ή, -ὸν) αἱμορραγία
αυτός που συχνά αιμορραγεί
νεοελλ.
αυτός που προκαλεί ή συνοδεύεται από αιμορραγία ή που σχετίζεται με αιμορραγία.