αιμορραγικός
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α αἱμορραγικός, -ή, -ὸν) αἱμορραγία
αυτός που συχνά αιμορραγεί
νεοελλ.
αυτός που προκαλεί ή συνοδεύεται από αιμορραγία ή που σχετίζεται με αιμορραγία.