αιμορροϊδικός
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
-ή, -ό αιμορροΐδα</di�> 1. αυτός που πάσχει από αιμορροΐδες
2. αυτός που αναφέρεται στις αιμορροΐδες ή έχει σχέση με αυτές.