αιμορροϊδικός

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

-ή, -ό αιμορροΐδα</di�> 1. αυτός που πάσχει από αιμορροΐδες
2. αυτός που αναφέρεται στις αιμορροΐδες ή έχει σχέση με αυτές.