αιολόφωνος
From LSJ
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
Greek Monolingual
αἰολόφωνος, -ον (Α)
ο ποικιλόφωνος, αυτός που έχει ποικιλία στους τόνους του τραγουδιού του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + -φωνος < φωνή.