αιολόφωνος

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

αἰολόφωνος, -ον (Α)
ο ποικιλόφωνος, αυτός που έχει ποικιλία στους τόνους του τραγουδιού του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + -φωνος < φωνή.