ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman
αἰπύλοφος, -ον (Μ)αυτός που έχει ψηλό λοφίο, ψηλή κορυφή.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰπύς + λόφος.