αιπύλοφος

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Greek Monolingual

αἰπύλοφος, -ον (Μ)
αυτός που έχει ψηλό λοφίο, ψηλή κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰπύς + λόφος.