αιπύλοφος

From LSJ
Sophocles, Antigone, 883

Greek Monolingual

αἰπύλοφος, -ον (Μ)
αυτός που έχει ψηλό λοφίο, ψηλή κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰπύς + λόφος.