Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
αἰπύλοφος, -ον (Μ)
αυτός που έχει ψηλό λοφίο, ψηλή κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰπύς + λόφος.