αἰπύς
English (LSJ)
αἰπεῖα, αἰπύ, Ep. and Lyr. Adj., rare in Trag.,
A high and steep, in Hom. mostly of cities on rocky heights, especially of Troy, Od.3.485, al.; of hills, Il.2.603; later of the sky, αἰθήρ B.3.36; οὐρανός S.Aj.845; on high, ποδῶν αἰ. ἰωή Hes.Th.682; ἁψαμένη βρόχον αἰπύν hanging high, Od.11.278.
2 metaph., sheer, utter, αἰπὺς ὄλεθρος freq. in Hom., death being regarded as the plunge from a high precipice; φόνος αἰπύς Od.4.843; θάνατος Pi.O.10(11).42; σκότος utter darkness, Id.Fr.228; of passions, etc., αἰπὺς χόλος = towering wrath, Il.15.223; δόλος αἰπύς h.Merc.66, Hes.Th.589; αἰπυτάτη σοφίη AP11.354 (Agath.); arduous, αἰπὺς πόνος Il.11.601, 16.651; αἰπύ οἱ ἐσσεῖται 'twill be hard work for him, 13.317.
Spanish (DGE)
-εῖα, -ύ
• Grafía: graf. ἐπ- GVI 264.2 (Selema II d.C.)
• Prosodia: [-ῠ-]
I 1alto de montañas ὄρος Il.2.603, 829, Od.3.287, Hes.Fr.150.25, Orác. en IM 17.31 (III a.C.) Πήλιον Hes.Fr.209.4, Ὄλυμπος Isidorus 4.3, πέτρη Od.3.293, κολώνη Il.2.811, 11.711
•escarpado νῆσος Call.Del.66, A.R.1.936
•compar. -τερος, γαῖα A.R.2.978, δομαῖοι Nonn.D.37.99
•fig. cuesta arriba, trabajoso πόνος Il.11.601, 16.651, αἰπύ οἱ ἐσσεῖται le será difícil, Il.13.317.
2 agudo, altísimo de sonidos ποδῶν αἰ. τ' ἰωή Hes.Th.682
•fig. agudísimo δόλος h.Merc.66, Hes.Th.589
•excelso θεός de Diomedes, Lyc.630, τὸν πρόμαχον θεσμῶν ... ἑζόμενον θώκων ζυψόθεν αἰπυτάτων al defensor de las leyes, sentado en lo alto de los más excelsos sitiales, IG 22.4225.2 (V d.C.), αἰπυτάτη σοφίη AP 11.354 (Agath.).
II 1que está en un alto, construido sobre una peña de ciudades Ἴλιον Il.15.71, πτόλις Il.6.327, cf. Od.10.81, h.Cer.271, ξανθᾶς ἕδος αἰπὺ Διώνας Theoc.7.116, δόμος GVI 264.2 (Selema II d.C.)
•neutr. como adv. escarpadamente describiendo un acueducto αἰπὺ ... ἐκπτύουσι διὰ χθόνος ὑδροχόοισι σωλῆνες Ph.Epic.SHell.685.
2 que está alto, elevado οὐρανός Sol.1.21, S.Ai.845, αἰθήρ B.3.36.
3 que cuelga de lo alto βρόχος Od.11.278
•fig. que se cierne, inexorable ὄλεθρος Il.10.371, Od.1.11, χόλος Il.15.223, φόνος Il.17.365, θάνατος Pi.O.10.42, σκότος Pi.Fr.228.
• Etimología: De *H°Hi̯3°ku̯-, en αἶπος, αἰπύς, αἴφνη < *αἰπσ-νη, αἴψα; c. silabación *HHi̯3°ku̯- en ai. yakṣati ‘apresurarse’; c. silabación *H°Hi̯3ku̯- en gr. ἄφαρ, ἀφνίδιος, ἐξαπίνης.
French (Bailly abrégé)
εῖα, ύ;
I. escarpé ; p. ext.
1 situé à une hauteur inaccessible;
2 très élevé en gén. : βρόχος αἰπύς OD lacet suspendu de haut ; fig. πόνος αἰπύς IL travail ardu ; αἰπύ οἱ ἐσσεῖται IL ce sera pour lui une entreprise ardue;
II. où l'on se précipite, où l'on est précipité : αἰπὺς ὄλεθρος IL la ruine où l'on est précipité.
Étymologie: αἶπος.
German (Pape)
εῖα, ύ, hoch, tief, jäh, steil; Hom. oft, z.B. ὄρος Il. 2.603, κολώνη 2.811, πέτρη Od. 3.293, Ὄλυμπος Il. 5.367, Σκῦρος 9.668, Ἴλιον 15.71, πτολίεθρον 2.538, τεῖχος 6.327; βρόχος Od. 1 l, 278; – ὄλεθρος Il. 6.57 und oft, φόνος Od. 4.843, χόλος Il. 15.223, πόνος Il. 16.651; αἰπύ οἱ ἐσσεῖται – νῆας ἐνιπρῆσαι Il. 13.317 vgl. Scholl. Aristonic. Zenodot schrieb Il. 3.364, 15.192 οὐρανὸν αἰπύν, Aristarch εὐρύν, s. Scholl. Aristonic., Lehrs Aristarch. p. 168; – οὐρανὸς αἰπύς Soph. Aj. 832; – ἀκρέμων Antiph. 8 (IX.256); – Hes. Th. 682 ἰωή, 589 δόλος; – Pind. Ol. 11.44 θάνατος, frgm. 252 σκότος; – Agath. 70 (XI.354) αἰπυτάτη σοφίη, sehr tiefe Weisheit.
Russian (Dvoretsky)
αἰπύς: εῖα, ύ
1 высоко вздымающийся, высокий; крутой; отвесный (ὄρος, πέτρη, τεῖχος Hom.): ὁ αἰ. ούρανός Soph. небесная высь; βρόχος αἰ. Hom. отвесно висящая петля; αἰπὺ πτολίεθρον Hom. высоко расположенный или высокостенный город; αἰπυτάτου ἐπ᾽ ἀκρέμονος Anth. на самой высокой ветке;
2 стремительный, быстрый (ὄλεθρος, φόνος Hom.; θάνατος Pind.);
3 бурный, яростный (χόλος Hom.);
4 глубокий (σκότος Pind.; σοφίη Anth.): αἰπεῖα ἰωή Hes. глухой шум; ὁρμαίνων δόλον αἰπὺν ἐνὶ φρεσίν HH глубоко в душе замышляя хитрость;
5 трудный, тяжелый (πόνος Hom.): αἰπύ οἱ ἐσσεῖται Hom. трудно ему будет.
Greek (Liddell-Scott)
αἰπύς: εῖα, ύ, Ἐπ. ἐπίθετον ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πινδάρῳ, ἀλλ’ ἐν λίαν σπανίᾳ χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ., ― ὑψηλὸς καὶ ἀπόκρημνος. Παρ’ Ὁμ. μάλιστα ἐπὶ πόλεων ᾠκοδομημένων ἐπὶ κρημνωδῶν ὑψωμάτων, ἰδίως τῆς Τροίας, Ὀδ. Γ. 485, καὶ ἀλλ.· ἐπὶ λόφων καὶ βουνῶν, Ἰλ. Β. 603, καὶ ἀλλ.· παρὰ δὲ Σοφ. Αἴ. 845 καί, τὸν αἰπὺν οὐρανόν: ― βρόχος αἰπύς = βρόχος καθέτως κρεμάμενος, Ὀδ. Λ. 278. 2) μεταφ,. παντελής, τέλειος, αἰπὺς ὄλεθρος, συχν. παρ’ Ὁμ., καθ’ ὅσον ὁ θάνατος θεωρεῖται ὡς ἡ ἀπὸ ἀποκρήμνου μέρους κατάπτωσις (πρβλ. ἀπότομος)· οὕτω, φόνος αἰπύς, Ὀδ. Δ. 843· θάνατος αἰπύς, Πινδ. Ο. 10 (11), 50· ὡσαύτως ἐπὶ παθῶν, αἰπὺς χόλος, ὀργὴ χαλεπή, Ἰλ. Ο. 223· δόλος αἰπύς, Ὕμ. Ὅμ. εἰς Ἑρμ. 66. Ἡσ. Θ. 589. 3) μεταφ., ὡσαύτως, κοπώδης, πόνος, Ἰλ. Λ. 601., Π. 651· αἰπύ οἱ ἐσσεῖται, θὰ τῷ εἶναι δύσκολον, βαρὺ ἔργον..., Ν. 317. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρ., βαθύς, σκότος, Πινδ. Ἀποσπ. 252· αἰπεῖα ἰωή, βαθὺς ἦχος, Ἡσ. Θ. 682· αἰπυτάτη σοφίη, Ἀνθ. Π. 11. 354.
English (Autenrieth)
εῖα, ύ: steep, towering; of mountains, towns (here esp. the form αἰπεινός), streams with steep banks (αἰπὰ ῥέεθρα, Θ 3, Il. 21.9, cf. 10), a noose ‘hung high,’ Od. 11.278; met. πόνος, ‘arduous;’ ὄλεθρος, ‘utter,’ etc.; αἰπύ οἱ ἐσσεῖται, he will find it ‘steep,’ Il. 13.317.
English (Slater)
αἰπύς
1 sheer
a lit., lying far above — πιτνάντες θοὰν κλίμακ' οὐρανὸν ἐς αἰπύν fr. 162.
b arduous (cf. Verdenius, Mnem., 1953, 115.) θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν (O. 10.42) πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.
Greek Monotonic
αἰπύς: -εῖα, -ύ,
I. ψηλός και απόκρημνος, αγέρωχος, λέγεται για πόλεις που βρίσκονται πάνω σε υψώματα όπως η Τροία, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης λέγεται για λόφους, σε Ομήρ. Ιλ.· βρόχος αἰπύς, βρόχος, θηλιά που κρέμεται καθέτως, σε Ομήρ. Οδ.
II. 1. μεταφ., τέλειος, πλήρης· αἰπὺς ὄλεθρος, σε Όμηρ. (καθώς ο θάνατος θεωρείται βουτιά απο γκρεμό, φαράγγι)· ομοίως και φόνος αἰπύς, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης αἰπὺς χόλος, άγρια οργή, σε Ομήρ. Ιλ.
2. σκληρός, δύσκολος, στο ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: steep (Il.)
Other forms: Other stem in αἰπά (αἰπὰ ῥέεθρα Θ 369) and αἰπήν (πόλιν ... αἰπήν γ 130 etc.), maybe a metrical device.
Derivatives: αἰπήεις (Hom.), s. Schwyzer 527: 3 - αἶπος n. (E.) with αἰπεινός (< *αἰπεσ-νός) .
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: No etym. - Here perhaps αἶψα, s. s.v. - Fur. 158 further connects ἐξαιφνής / ἐξαπίνης, ἄφνω / ἄφαρ, which is as good as that with αἶψα (π/φ is well known, lab. / ψ also, cf. δέφω / δέψω, βίττκαος / ψιττακός); many Pre-Greek words begin with αἰ-.
Middle Liddell
I. high and steep, lofty, of cities on heights, as Troy, Od.; of hills, Il.; βρόχος αἰπ. a noose hanging straight down, Od.
II. metaph. sheer, utter, αἰπὺς ὄλεθρος Hom. (death being regarded as the plunge over a precipice); so, φόνος αἰπύς Od.; also αἰπὺς χόλος towering wrath, Il.
2. arduous, difficult, Il.