αισχρολογικός

From LSJ

τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό αισχρολόγος
αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται σε αισχρολογίες ή σε αισχρολόγο.