Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακάρεα

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497

Greek Monolingual

τα (Α κάρεα) Ζωολ.
υφομοταξία της ομοταξίας τών Αραχνιδίων του φύλου τών Αρθρόποδων, στην οποία περιλαμβάνονται οι «σκώροι» και τα τσιμπούρια. Είναι στενοί συγγενείς τών αραχνών και τών σκορπιών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. νεολατιν. επιστημον. όρο acarina < νεολατιν. acarus < ελλ. ακαρί καί άκαρι βλ. λ.].