ακαμψία

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

η (Α ἀκαμψία) ἄκαμπτος
(κυριολεκτικά και μεταφορικά)
η ιδιότητα του άκαμπτου, αλυγισιά, δυσκολία ή αδυναμία κάποιου να λυγίσει
«ακαμψία χειρός», «ακαμψία χαρακτήρος».

Translations