ακατατόπιστος
From LSJ
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
Greek Monolingual
-η, -ο κατατοπίζω
αυτός που δεν έχει κατατοπιστεί σε κάτι, που δεν έχει επαρκή ή πλήρη γνώση για κάτι.
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
-η, -ο κατατοπίζω
αυτός που δεν έχει κατατοπιστεί σε κάτι, που δεν έχει επαρκή ή πλήρη γνώση για κάτι.