ακληριάζω
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
και ακλεριάζω άκληρος
1. είμαι άκληρος, δεν έχω παιδιά
2. δεν έχω αρσενικά παιδιά
3. πεθαίνουν τα παιδιά μου και μένω άκληρος.