ακληριάζω

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

και ακλεριάζω άκληρος
1. είμαι άκληρος, δεν έχω παιδιά
2. δεν έχω αρσενικά παιδιά
3. πεθαίνουν τα παιδιά μου και μένω άκληρος.