ακονιστικός
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
Greek Monolingual
-ή, -ό ακονίζω
1. ο κατάλληλος για ακόνισμα
2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ακονιστικά
αμοιβή για το ακόνισμα.