ακροδεσία

From LSJ

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source

Greek Monolingual

και -σιά, η ακρόδετος
1. το να είναι κάτι δεμένο στις άκρες του ή από τις άκρες του
2. Ναυτ. η ακροδέτηση
3. το «δέσιμο» ενός οικοδομήματος με μεγάλους και στερεούς λίθους στις γωνίες τών θεμελίων του.