ακροδεσία
From LSJ
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
Greek Monolingual
και -σιά, η ακρόδετος
1. το να είναι κάτι δεμένο στις άκρες του ή από τις άκρες του
2. Ναυτ. η ακροδέτηση
3. το «δέσιμο» ενός οικοδομήματος με μεγάλους και στερεούς λίθους στις γωνίες τών θεμελίων του.