ακρομέλας

From LSJ

Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann

Menander, Monostichoi, 506

Greek Monolingual

ἀκρομέλας, -αινα, -αν (Α)
ο κατάμαυρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (ΙΙΙ) + μέλας.