ακρομέλας
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
Greek Monolingual
ἀκρομέλας, -αινα, -αν (Α)
ο κατάμαυρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (ΙΙΙ) + μέλας.
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
ἀκρομέλας, -αινα, -αν (Α)
ο κατάμαυρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (ΙΙΙ) + μέλας.