ακρομέλας

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source

Greek Monolingual

ἀκρομέλας, -αινα, -αν (Α)
ο κατάμαυρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (ΙΙΙ) + μέλας.