ακρόκλαδο

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

Greek Monolingual

και ακροκλάδι, το
η άκρη του κλαδιού δέντρου ή θάμνου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρο- (Ι) + κλαδί.