ακυρίευτος

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀκυρίευτος, -η, -ο και -ος, -ον) κυριεύω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κυριεύθηκε ή δεν μπορεί να κυριευθεί, να περιέλθει στην κυριαρχία κάποιου
2. αυτός που δεν καταλαμβάνεται από ηθικό πάθος
μσν.
αυτός που δεν έχει ή δεν ανέχεται κύριο, ελεύθερος, αδάμαστος.