ακυροποιώ

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source

Greek Monolingual

κάνω κάτι άκυρο, ακυρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άκυρος + ποιώ].