ακώλυτος

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκώλυτος, -ον)
αυτός που δεν κωλύεται, ο ανεμπόδιστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + κωλυτός < κωλύω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκωλυτί].