αλήτικος

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλητικός, -ή, -ὸν) ἀλήτης
ο σχετικός με τον αλήτη, αυτός που ταιριάζει σε αλήτη.