αλαταριά
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
η αλάτι
1. πέτρινη πλάκα, πάνω στην οποία τοποθετούν οι βοσκοί αλάτι ανάμικτο με άλλη τροφή (αλεύρι κ.λπ.) για να φάνε τα πρόβατα και οι κατσίκες
2. η πέτρα, με την οποία τρίβουν το αλάτι.