αλεκτορομαχία

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

η
μάχη ανάμεσα σε αλέκτορες, κοκορομαχία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλέκτορας + -μαχία < -μάχος < -μάχη.