αλεξήνωρ
From LSJ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
ἀλεξήνωρ, δωρικός τύπος ἀλεξάνωρ, ο (Α)
1. αυτός που βοηθά τους άνδρες
2. ως όνομα γιατρού (Αλεξάνωρ οΜαχάωνος του Ασκληπιού).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλέξω + -ήνωρ < ἀνήρ.