αλεπομουσούδα

From LSJ

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source

Greek Monolingual

η
1. (για ζώα) ρύγχος, μουσούδα σαν της αλεπούς
2. (για πρόσωπα) μορφή, φυσιογνωμία σαν της αλεπούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεπού + μουσούδα].