αλεποτινάζω

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source

Greek Monolingual

Ι. ενεργ.
1. αρπάζω κάποιον με ορμή και τον χτυπώ βίαια καταγής
2. απωθώ με βία
ΙΙ μέσ. κινούμαι με απειλητικές διαθέσεις
ΙΙΙ. (αλληλοπαθές) φιλονικώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεπού + τινάζω].