αλεποτρίχης

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που έχει τρίχωμα σαν της αλεπούς (στο χώμα).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεπού + -τρίχης < τρίχα.