αλετροουρά

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

η
το αλετροκράτημα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλέτρι + ουρά].