Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλευροθήκη

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480

Greek Monolingual

η (Α ἀλευροθήκη)
1. θήκη ή κιβώτιο όπου θέτουν άλευρα για φύλαξη
2. σκάφη του αλευρόμυλου
αρχ.
αποθήκη αλεύρων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλευρον + θήκη < τίθημι.