Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλευρόμυλος

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

Greek Monolingual

ο τεχνολ.
μηχάνημα ή συγκρότημα μηχανημάτων που μετατρέπει τους σπόρους σιτηρών ή και οσπρίων σε αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεύρι + μύλος.