αληθειογράφος

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που γράφει την αλήθεια ή που πραγματεύεται γι’ αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλήθεια + -γράφος < γράφω.