οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island
ἁλικρήπις (-ιδος), ο, η (Α)αυτός που έχει τα θεμέλιά του στη θάλασσα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + κρηπὶς «θεμέλιο»].